πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
πεπτιδάση — η (βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο, ενεργό στα πεπτίδια και στα πολυπεπτίδια, όχι όμως στις πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peptidase (< peptide + κατάλ. ase, βλ. λ. πεπτίδιο)] … Dictionary of Greek
πεψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο σε μορφή αδρανή, που εκκρίνουν οι αδένες του στομάχου ως πεψιγόνο και το οποίο μετατρέπεται σε π. υπό την επίδραση του υδροχλωρικού οξέος του γαστρικού υγρού και του ήδη ενεργοποιηθέντος πλάσματος του ένζυμου. Η π. σε όξινο… … Dictionary of Greek
Βάρμπουργκ, Ότο Χάινριχ — (Otto Heinrich Warburg, Φράιμπουργκ, Βάδη 1883 – Βερολίνο 1970). Γερμανός βιοχημικός και φυσιολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε μαθητής του διάσημου χημικού Έμιλ Φίσερ. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1906 με μια εργασία πάνω στα πολυπεπτίδια… … Dictionary of Greek
γαστρικό υγρό — Υγρό που εκκρίνεται από το στομάχι. Είναι μείγμα των εκκριμάτων των επιφανειακών επιθηλιακών κυττάρων του στομάχου και των γαστρικών αδένων, και αποτελεί έναν από τους παράγοντες της πέψης. Είναι άχρωμο και ελαφρά αδιαφανές, έχει χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
ερεψίνη — Ενζυμικό σύμπλεγμα του εντερικού υγρού που αποτελείται από πολλά πρωτεϊνολυτικά ένζυμα (πολυπεπτιδάσες, διπεπτιδάσες) και διασπά τα πρωτεϊνικά προϊόντα της πέψης σε πολυπεπτίδια και τελικά σε αμινοξέα … Dictionary of Greek
πεπτικό σύστημα — Το πεπτικό σύστημα αποτελείται από πολυάριθμα όργανα που, ενωμένα κατά σειρά, σχηματίζουν ένα μακρό σωλήνα, που στον ενήλικο μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 12 13 μ. (πεπτικός σωλήνας), και από προσαρτημένους αδένες, όπως οι σιελογόνοι, το συκώτι… … Dictionary of Greek